προσχεδιάζω

προσχεδιάζω
προσχεδίασα, προσχεδιάστηκα, προσχεδιασμένος, κάνω σχέδια από πριν, προμελετώ: Προσχεδιασμένο πραξικόπημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσχεδιάζω — προσχεδιάζω, προσχεδίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσχεδιάζω — ΝΜ νεοελλ. 1. σχεδιάζω κάτι εκ τών προτέρων, καταρτίζω προσχέδιο 2. σκέπτομαι κάτι προκαταβολικά, μελετώ εκ τών προτέρων μσν. μέσ. προσχεδιάζομαι σχεδιάζω εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • προσχεδίασμα — το, Ν 1. η ενέργεια τού προσχεδιάζω 2. το αποτέλεσμα τού προσχεδιάζω, το προσχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

  • απροσχεδίαστος — η, ο αυτός που δεν έχει σχεδιαστεί εκ των προτέρων, απρομελέτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προσχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • προδιαγράφω — ΝΜΑ διαγράφω κάτι εκ τών προτέρων, προκαθορίζω την πορεία του, προσχεδιάζω κάτι αρχ. πληρώνω κάτι από πριν, προπληρώνω …   Dictionary of Greek

  • προδιατυπώ — όω, Α 1. διατυπώνω, εκφράζω κάτι σε γενικές γραμμές εκ τών προτέρων 2. προσχεδιάζω («ἡ ἐν τῷ ἀρχιτεκτονικῷ προδιατυπωθεῑσα πόλις», Φίλ.) 3. παθ. προδιατυποῡμαι, όομαι προδιαγράφομαι σε γενικές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διατυπῶ «διατυπώνω,… …   Dictionary of Greek

  • προδιαχαράσσω — Α προσχεδιάζω κάτι («τοῡτο δὲ συνέβαινεν... ἳνα καὶ ὁ τῆς ἀληθείας ἐν αὐτῷ προδιαχαραγῇ τύπος», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαχαράσσω «ορίζω, γράφω, σκαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προκεντώ — έω, Α [κεντῶ] σχεδιάζω εκ τών προτέρων, προσχεδιάζω, προδιαγράφω …   Dictionary of Greek

  • προμελετώ — προμελετῶ, άω, ΝΜΑ 1. μελετώ κάτι εκ τών προτέρων, προετοιμάζομαι με μελέτη νεοελλ. προσχεδιάζω αξιόποινη πράξη («προμελετημένο έγκλημα») αρχ. 1. αποκτώ μια συνήθεια 2. μέσ. προμελετῶμαι, άομαι (για ασθένεια) είμαι απειλητικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”